- δακρύζω
- (AM δακρύω, Μ και δακρύζω)1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι»)νεοελλ.(για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα, σταγόνααρχ.1. παθ. δακρύομαιμε θρηνούν2. φρ. α) «δακρύω συμφορᾱς» — δακρύζω για τη συμφορά που μέ βρήκεβ) «δακρύω γόους» — θρηνώ με δάκρυα και φωνές.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δακρύω < δάκρυ, ενώ ο τ. δακρύζω < εδάκρυσα, αόρ. τού αρχ. ρημ. δακρύω κατά το σχήμα επότισα-ποτίζω, εγύρισα-γυρίζω και ο τ. δακρυώνω < δάκρυ].
Dictionary of Greek. 2013.